- ἐμπειρότεροι
- ἔμπειροςexperiencedmasc nom/voc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… … Dictionary of Greek
τριάριοι — oἱ, Α οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και εμπειρότεροι από τους Ρωμαίους στρατιώτες, οι οποίοι κατείχαν την τρίτη θέση τής παράταξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triarii] … Dictionary of Greek
Ραγκαβές Μιχαήλ A’ — (811 813). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης και σύζυγός του ήταν η Προκοπία, θυγατέρα του γενικού λογοθέτη Νικηφόρου. Μετά την τελευταία εκστρατεία του Νικηφόρου εναντίον των Βουλγάρων, στη… … Dictionary of Greek